- ἐπισκοπικοῦ
- ἐπισκοπικόςepiscopalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
πρωτόθρονος — η, ο / πρωτόθρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη έδρα νεοελλ. 1. μτφ. κορυφαίος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόθρονος ο επισκοπικός θρόνος που προηγείται στην τάξη από όλους τους υπόλοιπους νεοελλ. μσν. ο κάτοχος… … Dictionary of Greek
φιλοκαθεδρία — ἡ, ΜΑ [φιλοκαθεδρῶ] μεγάλη επιθυμία για την κατάληψη επισκοπικού αξιώματος … Dictionary of Greek
χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… … Dictionary of Greek
Αγίου Δημητρίου, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (65.173 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (6.502 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
Καπύη — Αρχαία πόλη της ιταλικής Καμπανίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Κάπυ, που ήταν τρωικής καταγωγής και πατέρας του Αγχίση. Το 434 π.Χ. οι Σαμνίτες επωφελήθηκαν από τις εσωτερικές προστριβές των κατοίκων της και κυρίευσαν … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Αρσινόης (Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί στον πρώτο όροφο του Επισκοπικού Μεγάρου (Περιστερώνας Πάφου), που χτίστηκε το 2000. Η συλλογή του αποτελείται από αντικείμενα που συλλέχθηκαν από τα 33 χωριά της Επισκοπής. Από τη μεγάλη και σημαντική αυτή συλλογή σήμερα… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ψευδοκλημέντια — Oνομασία που δόθηκε από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς σε κείμενο ιουδαΐζουσας αίρεσης του 3ου αι. Τα ψ. διασώθηκαν έως τις μέρες μας σε 2 εκδόσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, από τις οποίες η μία στην ελληνική με τον τίτλο Ομιλίαι η δε άλλη στη… … Dictionary of Greek